- ἔπασσε
- πάσσωsprinkleimperf ind act 3rd sgπατέομαιeataor ind act 3rd sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άκεσμα — ἄκεσμα ( ατος), το (Α) [ἀκέομαι] 1. θεραπευτικό μέσο, γιατρικό «ἐπὶ δ ἕλκεϊ λυγρῷ φάρμακ ἀκέσματ ἔπασσε μελαινάων ὀδυνάων» (Όμ. Ο 394) 2. θεραπεία, γιατριά (Πίνδ. Πυθ. 5, 86 Αισχ. Προμ. 482) … Dictionary of Greek
πάσσω — αττ. τ. πάττω, Α 1. πασπαλίζω κάτι τριμμένο, επιπάσσω («θελκτήρια φάρμακ ἔπασσεν αἰθέρι καὶ πνοῆσιν», Απολλ. Ρόδ.) 2. ραίνω, ραντίζω με κάτι ρευστό 3. μτφ. διακοσμώ («ἱστὸν ὕφαινε... δίπλακα πορφυρέην, ἐν δὲ θρόνα ποικίλλ ἔπασσε», Ομ. Ιλ.) 4. φρ … Dictionary of Greek